- βάλανος
- η1. το βαλανίδι.2. η κεφαλή του πέους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάλανος — acorn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
Βάλανος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου υπό τις διαταγές του στρατηγού Δημήτρη Μακρή … Dictionary of Greek
βαλάνοις — βάλανος acorn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνοισι — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνοισιν — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνου — βάλανος acorn fem gen sg βαλανόω fasten with a pres imperat act 2nd sg βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνους — βάλανος acorn fem acc pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνων — βάλανος acorn fem gen pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βαλανόω fasten with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνῳ — βάλανος acorn fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)